- ευτύς
- επίρρ. тотчас, сейчас же, немедленно, не откладывая
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευτύς — (Μ ευθύς) επίρρ. βλ. ευθύς … Dictionary of Greek
ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… … Dictionary of Greek
Daskalogiannis — Ioannis Vlachos Ιωάννης Βλάχος Nickname Daskalogiannis Δασκαλογιάννης … Wikipedia
Daskalogiannis — Büste in Anopolis Daskalogiannis (griechisch Δασκαλογιάννης, eigentlich: Ioannis Vlachos (griechisch Ιωάννης Βλάχος; * um 1725 in Anopolis; † 17. Juni 1771 in Iraklio), war der Anführer eines Aufstands der … Deutsch Wikipedia
Даскалояннис — Мемориал Даскалоянниса в Анополь, Греция. Иоаннис Влахос (греч … Википедия
ευθύς — και ευτύς επίρρ. χρον., αμέσως, χωρίς καθυστέρηση ή αναβολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)